φιλανθρώπινος

φιλανθρώπινος
Επώνυμο οικογένειας του Βυζαντίου. 1. Αλέξιος. Αρχιναύαρχος του βυζαντινού στόλου, στα χρόνια των αυτοκρατόρων Θεοδώρου B’ Λάσκαρι και Μιχαήλ Παλαιολόγου, τον οποίο βοήθησε στην κατάληψη του θρόνου (1259). Τιμήθηκε για τη βοήθειά του αυτή με τον τίτλο του πρωτοστράτορα. Το 1262, επικεφαλής του στόλου, ανακατέλαβε τα νησιά του Αιγαίου, που είχαν κυριεύσει οι Λατίνοι και πραγματοποίησε θριαμβευτικές τελετές στην Κωνσταντινούπολη. Τέλος, το 1275 κατατρόπωσε τον λατινικό στόλο στη Δημητριάδα και προήχθη σε Μέγα δούκα. 2. Αλέξιος. Πιγκέρνης και στρατηγός του Βυζαντίου, στα χρόνια του Ανδρόνικου B’ Παλαιολόγου (1282-1328). Εξαιτίας της ευστροφίας και της γενναιότητάς του, διορίστηκε νεότατος στρατηγός Λυδίας και Κελβιανού (1284). Νίκησε πολλές φορές τους Τούρκους και εξασφάλισε την αυτοκρατορία απέναντι στους κινδύνους από τα ανατολικά. 3. Μανουήλ. Πρόκριτος των Ιωαννίνων, πρωτοσικρήτης του Σέρβου ηγεμόνα Ιωαννίνων Θωμά Πρελιούμποβιτς (1367-85). 4. Αλέξιος. Ένας από τους άρχοντες της Κωνσταντινούπολης, που στάλθηκε μαζί με τον Μιχαήλ Παλαιολόγο να στέψουν αυτοκράτορα τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο (1448). Διετέλεσε διοικητής Βοστίτσας και Πατρών.
* * *
-ίνη, -ον, Α
φιλάνθρωπος.
επίρρ...
φιλανθρωπίνως Α
φιλανθρώπως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλάνθρωπος + κατάλ. -ινος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φιλανθρωπίνως — φιλανθρώπινος adverbial φιλανθρώπινος masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλανθρώπινον — φιλανθρώπινος masc acc sg φιλανθρώπινος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλανθρωπίνῳ — φιλανθρώπινος masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λιβαδάριος — (μέσα 13ου – αρχές 14ου αι. μ.Χ.). Βυζαντινός στρατηγός με το αξίωμα του πρωτοβεστιάριου. Έδρασε την περίοδο βασιλείας του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β’ Παλαιολόγου (1282 1328) και είχε διοριστεί διοικητής του θέματος Νεοκάστρου. Όταν κάποτε… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Ιωαννίνων, νησί — Νησί (347 κάτ.) που βρίσκεται στη λίμνη των Ιωαννίνων, στα Α της πόλης. Τη βυζαντινή περίοδο χτίστηκαν στην περιοχή του νησιού μοναστήρια με αξιόλογες εκκλησίες και τοιχογραφίες. Το παλαιότερο μνημείο είναι το καθολικό της μονής του Αγίου… …   Dictionary of Greek

  • Φιλανθρωπινών μονή — Μοναστήρι στο μικρό νησί της λίμνης των Ιωαννίνων, που ιδρύθηκε από την περίφημη βυζαντινή οικογένεια των Φιλανθρωπινών. Αναφέρεται και ως μοναστήρι του Aγίου Νικολάου του Σπανού. Στο καθολικό του μοναστηριού, εικονίζονται ορισμένα μέλη της… …   Dictionary of Greek

  • ՄԱՐԴԱՍԻՐԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0222 Chronological Sequence: Unknown date, 12c ա. φιλανθρώπινος humanus. Սեպհական կամ վայելչական մարդասիրի. *Արտասուելովն՝ զմարդասիրականն եւ զնախախնամականն յայտ առնէր զգութսն. Կիւրղ. ղկ.: *Ի քո յուսալով մարդասիրական եւ անդառնալի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”